....................................................................για τον Άνθρωπο και τις αξίες που χάνονται στην εποχή μας...
................................................................... Όποιος Ελεύθερα συλλογάται, συλλογάται καλά" Ρήγας Φεραίος...

Τετάρτη 21 Σεπτεμβρίου 2011

Η Ιστορική Μονή της οικογενείας Καλλέργη στην Γωνέα της Μάνης


Από τον  Σταύρο Λιλόγλου

Είναι ένα από τα καλύτερα κρυμμένα μυστικά της μανιάτικης γης.
 Όλοι θα περάσουν από τον Κότρωνα, αλλά σχεδόν κανείς δεν θα μπει στον κόπο να ανηφορίσει την πλαγιά του βουνού Αραβίκια, πάνω από το ωραίο παραθαλάσσιο χωριουδάκι. 
Ο ανηφορικός τσιμεντόδρομος καταλήγει στην νότια άκρη του βουνού στο μοναστήρι της, σε μια θέση με εκπληκτική θέα. Σαν από αεροπλάνο θα θαυμάζετε κάτω τον Κότρωνα και την Προσηλιακή Μάνη.
Η μονή Μεταμορφώσεως Σωτήρα Γωνέας βρίσκεται πολύ κοντά στο χωριουδάκι Γωνέα και είναι εν μέρει αναστηλωμένη. 

Διατηρεί εξαιρετικά την αρχιτεκτονική της φυσιογνωμία και γύρω από την πλακόστρωτη αυλή σώζονται παλιά κελιά, πολλές λίθινες σκάλες, θυρίδες και τοξωτά ανοίγματα, ενώ στο βόρειο μέρος υπάρχουν εκτενείς οχυρώσεις με επάλξεις και πολεμίστρες.


Από εκεί η θέα αληθινά κόβει την ανάσα! Το καθολικό είναι ένα από τα ομορφότερα εκκλησιαστικά μνημεία της Μάνης και είναι στολισμένο με ένα πολύ μεγάλο πλήθος τοιχογραφιών πολύ καλά διατηρημένων με χρώματα που λάμπουν ολοζώντανα! 
Υπάρχουν δύο στρώματα τοιχογραφιών και χρονολογούνται πιθανώς στον 14ο αιώνα, εποχή που χτίστηκε η εκκλησία.




Η Γωνέα, οικισµός της κώµης του Κότρωνα της περιοχής Τευθρώνης του δήµου ανατολικής Μάνης είναι ο τόπος καταφυγής κλάδου της οικογένειας των εκ Κρήτης Καλλέργηδων.
Οι Καλλέργηδες περί τα μέσα του 17ου µ.Χ. αιώνα, καταδιώχθηκαν από τους Τούρκους, διέφυγαν από την Κρήτη στη Μάνη και εποίκησαν τον οικισµό της Γωνέας, που βρίσκεται σε δυσπρόσιτη αντηρίδα, της σειράς των λόφων της Αραβίκιας σε υψόµετρο 100 µέτρων από τη θάλασσα και σε µικρή απόσταση από το µυχό του κόλπου της Κολοκυθιάς.





Ο οικισµός της Γωνέας μοιάζει µε εξώστη της Αραβίκιας και είναι φυσικό παρατηρητήριο, που κατοπτεύει τη θάλασσα, γιατί µε καθαρή ατμόσφαιρα φαίνονται στο βάθος του ορίζοντα τα Κύθηρα. Η Γωνέα συνδέεται µε την κώµη του Κότρωνα µε πλακόστρωτο, κατά το μεγαλύτερο μέρος, κατηφορικό δρόμο µε πολλά γυρίσματα στη σχεδόν κάθετη πλαγιά. 
 Η απόσταση από τον Κότρωνα µέχρι τη Γωνέα είναι µικρή και υπολογίζεται περίπου στην µισή ώρα (30’ λεπτά). Υπάρχει όµως και άλλος αγροτικός αµαξιτός δρόµος από τον Κότρωνα, που διέρχεται από τους οικισµούς Καρυαλού, Σκαλτσοτιάνικα, Ριγανόχωρα, Γωνέα και συνεχίζει µέχρι το µοναστήρι της Γωνέας.



Η µονή της Γωνέας των εκ Κρήτης Καλλέργηδων είναι και αυτή χτισµένη σε ψηλότερη αντηρίδα της Αραβίκιας νοτιανατολικά και αντίκρυ στον οικισµό της Γωνέας, σε απόσταση µικρότερη των δύο 2 χιλιοµέτρων. Η µονή είναι καθαγιασµένη προς τιµήν της Μεταµόρφωσης του Σωτήρα και είναι ευχαριστήρια έκφραση των Καλλέργηδων προς το Σωτήρα Χριστό για τη διάσωσή τους από τους Τούρκους και τους κινδύνους, που πέρασαν στη θαλάσσια περιπέτειά τους µέχρι να φθάσουν από την Κρήτη στη Μάνη. 


Η µονή της Γωνέας είναι και σήµερα µεγαλόπρεπη, παρά την εγκατάλειψή της και την αδιαφορία της αρχαιολογικής υπηρεσίας και των τοπικών αρχών.

Το υψηλό περιτείχισµα της µονής, τα κελιά, η τράπεζα, το αρχονταρίκι, ο φούρνος, οι αποθήκες και η σωζόµενη ωραία μικρή εκκλησία της µε τις αξιόλογες τοιχογραφίες, παρά τη λεηλασία και την παντελή έλλειψη συντήρησης, φανερώνουν την επιβλητική παρουσία της µονής, που πήγασε από την ευλάβεια και τη βαθιά πίστη των Καλλέργηδων στον Σωτήρα Χριστό.
Ο ναός έχει βυζαντινές τοιχογραφίες του 18ου µ.Χ. αιώνα. Στη δυτική κάµαρα απεικονίζονται «οι Αίνοι µε το Χριστό που περιβάλλεται από το ζωδιακό κύκλο». 
Ο «Οκτώβριος» εικονίζεται µε τη µορφή «σκορπιού». Κάτω από το ζωδιακό κύκλο στο βόρειο σκέλος υπάρχουν πιστοί, που δέονται και υµνούν τον Κύριο και στο νότιο απεικονίζονται κυρίως ζώα και χαλάζι, χιόνι, κρύσταλλος και φωτιά. 
Οι αρχαιολόγοι έχουν διαπιστώσει και δεύτερο στρώµα τοιχογραφιών, που διακρίνεται στην Ανατολική κάµαρα του ναού….

Από το µοναστήρι της Μεταµόρφωσης του Σωτήρος βλέπεις πολύ σιµά σου τον οικισµό της Γωνέας και πανοραµικά στο βάθος απλώνονται από βόρεια προς βορειοδυτικά όλα τα χωριά της Ανατολικής Μάνης µε την ακόλουθη σειρά Πύρριχος, Χιµάρα, Λουκάδικα, Ριγανόχωρα, Σκαλτσοτιάνικα, Λούτσα, Καρυαλού, Αλεπού Κότρωνας Βάττα, Καυκί, Φλοµοχώρι, Ζούδα, Αργιλιάς, ∆ρυαλί, Νύφι, Σολοτέρι, Κοκκάλα, Κορακιάνικα, Κυπριανός, Σπείρα, ∆ηµαρίστικα, Πιόντες, Λάγια.

Για την Ιστορία αναφέρω μια μάχη που συνέβει το 1614 ,στο σημείο που βρίσκεται κάτω από την ιστορική μονή, μεταξύ μανιατών και οθωμανών.
Συγκεκριμένα,  σουλτάνος, στην αδυναμία του να υποτάξει την Μάνη, ανάθεσε τη φροντίδα αυτή στο διάσημο Οθωμανό κουρσάρο Μουσολίν Ραίζ δίνοντας του τιμές, αξιώματα και συμπαραστάτη το Σιλάν-πασά των Ιωαννίνων.

Ο Μουσολίν Ραί  το 1613 εισχωρεί με πεζούς και στόλο στα χωριά του κόλπου της Κολοκυθιάς, στον Κότρωνα, που εκεί τα πλοία του βρίσκουν αραξοβόλι στο απάνεμο λιμανάκι της Αρέας-Κότρωνα και αποβιβάζει τα στρατεύματα του, τους πειρατές του.

Οι κάτοικοι των χωριών πανικόβλητοι πήραν τα όρη και τα βουνά για να κρυφτούν σε σπήλαια και τσαράνες προκειμένου να αποφύγουν την αιχμαλωσία, το θάνατο και τον εξανδραποδισμό. Ο Μουσολίν Ραίζ με δολοπλοκίες, ενέδρες και σκληρότητα διέσπειρε τον τρόμο και την απελπισία, κάποιοι εκ των προκρίτων και του κλήρου, που ήλθαν να διαπραγματευτούν, ανασκολοπίστηκαν βάρβαρα.

Τα στρατεύματα του Μουσολίν Ραίζ άρπαζαν και κατάστρεφαν ότι έβρισκαν μπροστά τους, παραδίδεται μάλιστα ότι στο δρόμο τους συνάντησαν ένα νέο άνδρα με σκοτισμένα λογικά, σακάτη (χωλό) στα άκρα, που περιφερόταν άσκοπα και αγνοούσε τον κίνδυνο, τον συνέλαβαν, για να τον ανακρίνουν, κι αυτός ξεστόμιζε ακαταλαβίστικα λόγια και παρά το ότι δεν λάμβαναν καμμία πληροφορία, συνέχιζαν να τον φέρουν μαζί τους, έχοντας τον ως προπομπό.

Στη διαδρομή της πορείας προς το χωριό Αφούγγια (Σκαλτσοτιάνικα), ο χωλός άνδρας άκουσε κλάματα μωρού και το ένστικτο του τον προέτρεψε με αλαλαγμούς και χοροπηδητά να ξεφωνίζει στρεβλές φράσεις που έλεγαν: "σκύλα πνίξε το παιδί σου για να σώσεις τη ζωή σου!!!, σκύλα πνίξε το μωρό σου για να σώσεις το λαό σου".

Το μωρό κατά την παράδοση συνέχισε το κλάμα και οι πειρατές εντόπισαν τη σπηλιά, που κρύβονταν οι φυγάδες, κυρίως γυναικόπαιδα.

Η είσοδος της σπηλιάς ήταν ένα μικρό στενό πέρασμα και οι εγκλωβισμένοι αντιστέκονταν με πείσμα και η σύλληψη των γυναικόπαιδων ήταν αδύνατη.

Οι επιδρομές του Μουσολίν Ραίζ με σπουδή για να τελειώνουν στα γρήγορα, έβαλαν φωτιά στο άνοιγμα της εισόδου, με δεδομένο το θλιβερό αποτέλεσμα, ο καπνός και η έλλειψη αερισμού τους δημιούργησε ασφυξία με αποτέλεσμα να προτιμήσουν το θάνατο παρά την αιχμαλωσία, την ατίμωση και τον εξανδραποδισμό.

Ο Μουσολίν Ραίζ θεώρησε πως ήταν εύκολα τα πράγματα και την επόμενη χρονιά, το 1614, έρχεται με χίλιους περίπου στρατιώτες και αντιμετωπίζει τους Μανιάτες με περίσσια σκληρότητα. Η οργή όμως η αγανάκτηση και το μένος των γενναίων της Μάνης έφερε το οικτρό τέλος τους.
 Οι Μανιάτες επιτέθηκαν με μανία κατά των Οθωμανών κάτω από το σημερινό μοναστήρι της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα της Γονέας στην περιοχή του κόλπου της Κολοκυθιάς, και κατάσφαξαν τους στρατιώτες του Μουσολίν Ραίζ, αλλά και ο ίδιος δεν διέφυγε το θάνατο...

Από τη συμφορά αυτή των Οθωμανών διασώθηκαν μόνο τέσσερις σύντροφοι του Μουσολίν Ραίζ, που διέφυγαν με βάρκα από ένα μικρό ορμίσκο του ακρωτηρίου Σταυρί, που σήμερα ονομάζεται Τουρκολίμανο.

Η περιοχή κάτω από το μοναστήρι του Σωτήρα των Καλλέργηδων της Γονέας και ακριβώς δεξιά στον παλιό πλακόστρωτο δρόμο Κότρωνα-Γονέας από το ρέμα και μετά μέχρι κάτω από το μοναστήρι και προς το μέρος της Αρέας ονομάζεται Ραζί ή Ραζία θυμίζοντας στους μεταγενεστέρους την πανωλεθρία του Μουσολίν Ραίζ και των συντρόφων του....


Σημείωση: Θερμές ευχαριστίες στον "οδηγό" μας σε αυτήν την υπεροχή αναζήτηση και συγκεκριμένα στον προπονητή TAE KVO DO της ΥΦΑΑ, της Ελληνικής Αστυνομίας κ. Δημακόγιαννη Δήμητρη.

ΠΗΓΕΣ:
-Κ. Μέρτζιου Η Μάνη στα αρχεία της Βενετίας-Λακωνικές Σπουδές έτος 1972
-"Ερανίσματα ιστορίας και λαογραφίας" του Γιάννη Λεκκάκου

Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 2011

Ο Παύλος Νιρβάνας γράφει στο περιοδικό “Νέα εστία” το 1933 πως τράβηξε μια μοναδική φωτογραφία τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.


Η φωτογράφιση του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

…Είχα διηγηθεί άλλοτε την ανησυχία του αυτή, όταν πήγα, κλέφτικα, με χίλιες προφάσεις, να τον φωτογραφίσω απάνω στο καφενεδάκι της Δεξαμενής. Δεν υπήρχε ως τότε φωτογραφία του Παπαδιαμάντη. Και συλλογιζόμουν ότι απ’ τη μια μέρα στην άλλη μπορούσε να πεθάνει ο μεγάλος Σκιαθίτης, και μαζί του να σβύσει για πάντα η οσία μορφή του. Και πότε αυτό; Σε μια εποχή που δεν υπάρχει ασημότητα που να μην έχει λάβει τις τιμές του φωτογραφικού φακού. Και πώς θα μπορούσε να δικαιολογηθεί μια τέτοια παράλειψη της γενεάς μας σ’ εκείνους που θα ‘ρθουν κατόπι μας να συνεχίσουν το θαυμασμό μας για τον απαράμιλλο λυρικό ψυχογράφο των καλών και των ταπεινών και τον αγνότατο ποιητή των νησιώτικων γιαλών; Αλλά ό αγνός αυτός χριστιανός, με τη ψυχή του αναχωρητή, δεν εννοούσε, με κανένα τρόπο, να επιτρέψει στον εαυτό του μια τέτοια ειδωλολατρική ματαιότητα. “Ου ποιήσεις σε αυτώ είδωλον ουδέ παντός ομοίωμα” ήταν η άρνηση του και η απολογία του. Αποφάσισα όμως να πάρω την αμαρτία του στο λαιμό μου. Ο Θεός και η μακαρία ψυχή του ας μου συγχωρέσουν το κρίμα μου. Ένας από τους ωραιότερους τίτλους που αναγνωρίζω στη ζωή μου, είναι ότι παρέδωκα στους μεταγενέστερους τη μορφή του Παπαδιαμάντη.
Με τί δόλια και αμαρτωλά μέσα επραγματοποίησα τον άθλο μου αυτό, το διηγήθηκα, όπως είπα, αλλού. Εκείνο που μου θυμίζουν ζωηρότερα τώρα οι ευλαβητικές γιορτές της Σκιάθου, είναι η ανησυχία του τη στιγμή που τον αποτράβηξα ως την προσήλια γωνίτσα του μικρού καφενείου, για να ποζάρει μπροστά στον φακό μου. Να “ποζάρει” είναι ένας λεκτικός τρόπος. Είχε πάρει μόνος του τη φυσική του στάση απάνω σε μια πρόστυχη καρέκλα, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, με το κεφάλι σκυφτό, με τα μάτια χαμηλωμένα, στάση βυζαντινού αγίου, σαν ξεσηκωμένη από κάποιο καπνισμένο παλιό τέμπλο ερημοκλησιού του νησιού του. Αυτή δεν ήταν στάση για μια πεζή φωτογραφία. Ήταν μια καλλιτεχνική σύνθεση, και θα μπορούσε να είναι ένα έργο του Πανσελήνου ή του Θεοτοκοπούλου. Αμφιβάλλω αν φωτογραφικός φακός έλαβε ποτέ μια τέτοια ευτυχία…..
Αλλά ό Αλέξανδρος ήταν βιαστικός να τελειώνουμε. Γιατί; Μου το ψιθύρισε, ανήσυχα στο αυτί, και ήταν η πρώτη φορά που τον είχα ακούσει – ούτε φαντάζομαι πως θα τον άκουσε ποτέ κανένας άλλος – να μιλεί γαλλικά:
“Nous excitons la curiosite du public”.
Ακούσατε; Ερεθίζαμε την περιέργεια του… Κοινού! Ποιου Κοινού; Δεν ήταν εκεί κοντά μας παρά ένα κοιμισμένο γκαρσόνι του καφενείου, ένας γεροντάκος πού λιαζότανε στην άλλη γωνία του μαγαζιού, καί δυο λουστράκια που παίζανε παράμερα. Αυτό ήταν το Κοινό, πού ανησυχούσε τον Παπαδιαμάντη η “περιέργεια” του. Κι’ αυτή ήταν η διαπόμπευση του, που βιαζότανε να της δώσει ένα τέλος,
Η φιλία ενίκησε το ζορμπαλίκι… μου είπε -αντιγράφω τα ίδια του τα λόγια – στο τέλος του μαρτυρίου του.
Μήπως δεν ήταν, στ’ αλήθεια, μια πραγματική θυσία που είχε κάνει στη φιλία μου; Μια θυσία της αγιότητάς του στην ειδωλολατρική ματαιότητα των εγκόσμιων.
Και συλλογίζομαι τώρα τις εκατοντάδες των Γάλλων προσκυνητών της εταιρείας Μπυντέ, και των δικών μας του “Οδοιπορικού Συνδέσμου” , που πέρασαν το κατώφλι του ταπεινού του ερημητηρίου, όπου πλανάται τώρα η σκιά του στα γνώριμα καί αγαπητά της κατατόπια της ζωής του και της εργασίας του. Συλλογίζομαι την παράταξη των ναυτικών αγημάτων, που παρουσίασαν όπλα μπροστά στο μνημείο του. Συλλογίζομαι τις στολές, τα ξίφη, τις χρυσές επωμίδες που έλαμπαν κάτω από τον ήλιο του νησιού του, για τη δόξα του. Συλλογίζομαι τους λόγους των επισήμων, τους εθνικούς ύμνους, τα στεφάνια της δάφνης, τις πανηγυρικές κωδωνοκρουσίες, που έπλεξαν με ήχους και χρωματα το εγκώμιο του. 
Συλλογίζομαι όλα αυτό το δοξαστικό πανηγύρι, και η σκέψη μου πετάει στο «Κοινόν» του ερημικού καφενείου της Δεξαμενής “ένα γκαρσόνι, ένας γεροντάκος, δυο λουστράκια” που ανησυχούσε, τη μακρυνή εκείνη μέρα ο μακαρίτης μήπως “ερεθίση την περιέργεια των”. Τι ανησυχία θα είχε νοιώσει τώρα, στα βάθη του ταπεινού τάφου όπου “αναπαύεται εν Χριστώ” ο χριστιανός ποιητής των ταπεινών, από το δοξαστικό αυτό θόρυβο; Καί πόσο θα βιαζότανε πάλι να τελειώσει; Αν σάλεψαν, από μυστικές αύρες, αυτή τη στιγμή, τα κυπαρίσσια του τάφου του, ένας στεναγμός θα βγήκε από το θρόισμα τους. Ένας ήχος, που θα ξαναψιθύριζε τα παλιά του εκείνα ανήσυχα και τόσο συμπαθητικά λόγια, σε μία γλώσσα που την εννοούσαν τώρα, γιατί ήταν δική τους , οι ευλαβητικοί προσκυνητές του της γαλλικής γης:
” Nous excitons la curiosite du public”.
Παύλος Νιρβάνας