....................................................................για τον Άνθρωπο και τις αξίες που χάνονται στην εποχή μας...
................................................................... Όποιος Ελεύθερα συλλογάται, συλλογάται καλά" Ρήγας Φεραίος...

Τρίτη 1 Νοεμβρίου 2011

Ο εξωτισμός ως πνευματικό κίνημα και ως καλλιτεχνικό ρεύμα...

«Για το Μαδράς, τη Σιγκαπούρ το Αλγέρι και το Σφαξ...»


Από την ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΤΡΙΑΡΙΔΟΥ

ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΕΝΟΠΟΙΗΜΕΝΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΟΛΟ ΚΑΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΒΛΕΠΟΥΜΕ ΝΑ ΑΝΑΜΕΙΓΝΥΟΝΤΑΙ ΗΘΗ, ΚΟΥΛΤΟΥΡΕΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΕΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ. ΚΙ ΑΝ Η ΤΑΣΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΝΑ ΟΝΕΙΡΟΠΟΛΕΙ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΜΑΚΡΙΝΟΥΣ ΤΟΠΟΥΣ ΚΑΙ ΝΑ ΕΠΙΝΟΕΙ ΕΥΤΟΠΙΕΣ ΣΤΙΣ ΟΠΟΙΕΣ ΠΡΟΣΒΛΕΠΕΙ, ΕΙΝΑΙ ΣΥΜΦΥΤΗ ΜΕ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ, ΤΟΝ 19Ο ΑΙΩΝΑ ΜΟΡΦΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΣΕ ΕΝΑ ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ, ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΗΡΘΕ ΩΣ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟΥ. ΕΚΤΟΤΕ Ο ΕΞΩΤΙΣΜΟΣ ΜΠΟΛΙΑΣΕ ΩΣ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟΝ 20Ο ΑΙΩΝΑ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ, ΑΚΜΑΙΟΣ ΟΣΟ ΠΟΤΕ, ΣΥΝΔΙΑΜΟΡΦΩΝΕΙ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ NEW AGE…
Αν κανείς θελήσει να βρει την εκκίνηση της εξωτικής αναζήτησης στην ανθρώπινη λογοτεχνία, θα φτάσει στην Οδύσσεια, εκεί όπου ο πολύτροπος Οδυσσέας αρνείται να φάει τους ολόγλυκους λωτούς των Λωτοφάγων και δένεται στο κατάρτι του καραβιού του για να μην ακούσει το μαγευτικό τραγούδι των Σειρήνων. Παρά τον διαρκώς αναζητούμενο νόστο του, ο Οδυσσέας παραμένει ένας πλάνης: μένει ένα χρόνο κοντά στην Κίρκη (από όπου τον ξεσηκώνουν να φύγει οι σύντροφοί του) και άλλα εφτά κοντά στην Καλυψώ στην μυθική Ωγυγία. Και παρά την επιστροφή του στο νησί του νόστου, η έξη του ταξιδού παραμένει μέσα του: δεν είναι τυχαίο πως και ο Άγγλος Τένισον και ο Αλεξανδρινός Καβάφης (ιδίως στο ανέκδοτο ποίημά του «Δευτέρα Οδύσσεια») και ο Κρητικός Καζαντζάκης οραματίστηκαν στα ποιήματά τους έναν Οδυσσέα που μετά την επιστροφή του ασφυκτιά και φεύγει, αναζητώντας καινούριες περιπέτειες και καινούριες πλάνες...
Κι αν την εξωτική αναζήτηση μπορούμε να την συναντήσουμε σε όλους ανεξαιρέτως τους ιστοριογράφους (αλλά και τους γεωγράφους της ιστορίας), από τον Ηρόδοτο μέχρι τον Μάρκο Πόλο και μέχρι τους καθολικούς χρονικογράφους των Κονκισταδόρων ή τους καρακτητές-εξερευνητές των νέων κόσμων, χρειάστηκε να έρθει ο 19ος αιώνας για να συναιστανθεί η αστική τάξη το χωροχρονικό της πλαίσιο – και αμέσως, ως αντανακλαστική αντίδραση να αναζητήσει το όνειρό της, το όνειρο στον τόπο και στον χρόνο. Οι συνθήκες ήταν ώριμες για την μορφοποίηση του καινούριου: όπως γράφει και ο Τζίλμπερτ Χάιετ «ο 19ος αιώνας ήταν άσχημος από υλική άποψη». Πράγματι: οι καταπράσινες κοιλάδες γίναν μέσα σε δύο δεκαετίες βιομηχανικές ζώνες, εμφανίστηκαν οι πρώτες άθλιες αισθητικά πολυκατοικίες (οι οποίες ήσαν κατά κύριο λόγο κατοικίες των φτωχών και των εξαθλιωμένων), οι ποταμοί γέμισαν λύματα από τις ακαθαρσίες των υπονόμων, ο αέρας γέμισε από τους καπνούς των εργοστασίων. Μέσα σε αυτό το κλίμα ο ρομαντισμός έδειχνε να πνέει τα λύσθια και ο συμβολισμός να περιχαρακώνεται μέσα σε διανοουμενίστηκα παιχνίδια. Είχε έρθει η ώρα για τον εξωτισμό.
Ο 19ος αιώνας ήταν ο αιώνας που ο ρομαντισμός μετεξελίχτηκε σε εξωτισμό. Εξάλλου για πολλούς (και όχι άδικα) οι δύο άμεσοι πρόγονοι του εξωτισμού ήταν οι δύο στυλοβάτες του ρομαντισμού σε λογοτεχνία και ζωγραφική: ο λόρδος Μπάιρον και ο Ευγένιος Ντελακρουά. Δεν χωρά αμφιβολία: τάση φυγής εξέφρασε ο Μπάιρον όταν έφτασε στην επαναστατημένη Ελλάδα, τάση φυγής εξέφρασε ο Ευγένιος Ντελακρουά ζωγραφίζοντας βεδουίνους και φελλάχες στην Ταγγέρη. Τάση φυγής προς τον κόσμο του τρόμου του εξέφρασε και ο τελευταίος του ρομαντισμού και εισηγητής του εξπρεσιονισμού: ο Έντγκαρ Άλαν Πόε. Έτσι ο Κάρολος Μποντλέρ εισήγαγε στο ήδη διαμορφωμένο μεταρομαντικό πλαίσιο, το κύριο χαρακτηριστικό του ρομαντισμού: τη μελαγχολία (δηλαδή: τη μελανή χολή), το κλίμα του spleen (ρεύμα που γεννήθηκε από τον τίτλο του βιβλίου του Μποντλέρ Η μελαγχολία του Παρισιού). Η μελαγχολία στάθηκε ένα συστατικό που σημάδεψε την ποίηση μέχρι σήμερα: διαβάζοντας τους καταραμένους ποιητές, τον Μποντλέρ, τον Ρεμπό, τον Βερλέν, τον Μαλαρμέ, αλλά (για να φτάσουμε και στα ελληνικά γράμματα) και τον Καρυωτάκη και τον Ουράνη και τον Καββαδία και τον πρώτο Σεφέρη νιώθουμε πως η άρνηση του κόσμου είναι κάτι περισσότερο απο δυσθυμία ή απελπισία. Είναι μια στάση ζωής, σωστότερα μια στάση αναμονής. Ο στίχος του Γιώργου Σεφέρη από τον «Ερωτικό Λόγο» (δημοσιευμένο στην πρώτη του συλλογή, την Στροφή του 1931) είναι χαρακτηριστικός ετούτου του αιτήματος: δεν θα βρεθεί ένας ποταμός να είναι για εμάς πλωτός;
Ετούτη η αναμονή γέννησε τον νέο κόσμο που σε αντίθεση με τις παλιές ουτοπίες (του Πλάτωνα ή του Τόμας Μουρ) ήταν μια ουτοπία των αισθήσεων. Σκηνογράφος του κόσμου αυτού στάθηκε ένας Γάλλος ζωγράφος που, με περισσή αυτοεκτίμηση, ακριβώς τον καιρό που άρχισε να δρέπει την αναγνώριση στα παρισινά σαλόνια, αποφάσισε την άνοιξη του 1891, να φύγει για την Γαλλική Πολυνησία όπου και παρέμεινε (με ένα διάλλειμα ενός χρόνου μέχρι τον θάνατό του από σύφιλη, το 1903, στα πενήντα τέσσερά του χρόνια. Ο ζωγράφος αυτός ήταν ο Πολ Γκογκέν και ζωγράφισε στους μετά το 1891 πίνακές τους την μεγαλύτερη ευτοπία της Δύσης από τον καιρό της Αναγέννησης και του Σάντρο Μποτιτσέλι. Το έργο του Γκογκέν είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση όπου τουλάχιστον δέκα αιώνες της ηθικής φιλοσοφίας της Δύσης έρχονται σε σύγκρουση με τα βαθύτερα ένστικτα και την αρχέγονη επιθυμία του ανθρώπου να ορίσουν με πέραν της ηθικής σταθερές την πορεία του ανθρώπου προς την ζωή.
Αναμφίβολα ο εξωτισμός σε όλες τους τις παραμέτρους μπορεί να οριστεί ως ένα αντιθρησκευτικό και αντικληρικανικό κίνημα: για την ακρίβεια μπορεί κανείς να πει πως η πνιγηρή χριστιανική ηθική που γύρευε να εξαφανίσει ό,τι δεν μπορούσε να προσεταιριστεί ήταν ένας από τους κύριους λόγους που ο εξωτισμός έγινε ρεύμα. Η εμμονή του έντονα καθολικού Γκογκέν να ζωγραφίζει τα πολυνησιακά τοτέμ και να παρουσιάζει ως Παναγίες τις γυμνόστηθες Ταϊτινές (ιδίως στον εκπληκτικό πίνακα Ία Οράνα Μαρία, που σημαίνει στην τοπική διάλεκτο Χαίρε Κεχαριτωμένη Μαρία) είναι μια ευθεία διαμαρτυρία κατά του Χριστιανισμού που ενοχοποίησε την σάρκα και την ηδονή και την περιέπλεξε στο σχήμα της αμαρτίας-τιμωρίας. Παρόμοια και οι περισσότεροι εκπρόσωποι του εξωτισμού σε λογοτεχνία και τέχνη διαπνέονται από ένα αντιθρησκευτικό πνεύμα και αρκετή αγνωστικιστική διάθεση ως προς την παρουσία του θείου – κι έτσι μπορούν να προσεγγίζουν με σχετικώς καθαρότερη ματιά τις παραδόσεις των λαών που επισκέπτονται.
Η εξωτική αναζήτηση έτσι όπως εκφράστηκε στο έργο του Γκογκέν συμπληρώθηκε στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα με το θεωρητικό έργο δύο κορυφαίων επιστημόνων: ο ανθρωπολόγος Τζον Φρέιζερ έγραψε τον τετράτομο Χρυσό Κλώνο όπου αναζήτησε την στάση των ανθρώπων απέναντι στις διάφορες εκφάνσεις της ζωής και στον θάνατο έτσι όπως κωδικοποιείται στις πρωτόγονες κοινωνίες, ενώ ο ψυχίατρος Καρλ Γιάνγκ έγραψε τα Σύμβολα της μεταμόρφωσης όπου αναζήτησε τις αρχετυπικές συμβολικές φόρμες που σχηματοποιούνται στο υποσυνείδητο και στο ασυνείδητο. Το αποτέλεσμα ήταν μια εκ νέου στροφή προς τον εξωτισμό που συνδέεται άμεσα με την απελευθέρωση των ηθών, την σεξουαλική ελευθεριότητα, την μεταπολιτική πρόταση για το μέλλον: θρυλικοί συγγραφείς όπως ο Άντους Χάξλεϊ, ο Χένρι Μίλερ αλλά και ο Μπρους Τσάτουιν περιέγραψαν, ο καθένας από την σκοπιά του αυτόν τον απελευθερωμένο κόσμο που με την σειρά του γέννησε τα κινήματα των Χίπις, των Παιδιών των Λουλουδιών, ως τα πιο χαρακτηριστικά υποσύνολα των δεκαετιών της αμφισβήτισης του 1960 και του 1970.
Η τάση φυγής και η αναζήτηση της ατομικής ουτοπίας δεν μπορούσε να μείνει μακριά από την εσωτερική αναγκαιότητα για τεχνητούς παραδείσους. Ο Μποντλέρ ύμνησε τα ναρκωτικά – όπως άλλωστε και ο πνευματικός του πατέρας και κατά πάσα πιθανότητα εισηγητής του εξωτισμού στην λογοτεχνία, ο Έντγκαρ Άλαν Πόε. Τα λάβδανα, το όπιο, το χασίς, οι μορφίνες ήταν χαρακτηριστικά που συνόδεψαν σχεδόν όλους τους λογοτέχνες και καλλιτέχνες του εξωτισμού. Το ίδιο ισχύει και για το τατουάζ (που σήμερα έχει γίνει μια καθολική μόδα): ένα πανάρχαιο έθιμο που σχετιζόταν με τον ταυτοτικό προσδιορισμό μέσα στα πλαίσα της φυλής ή της ομάδας έγινε με το φίλτρο του εξωτισμού ένα στοιχείο ατομικότητας και ατομικής έκφρασης – δηλαδή από τελετουργία έγινε τέχνη που σήμερα κατακλύζει ολόκληρο τον κόσμο.
Μπορούμε σήμερα να καταγράψουμε τους πιο θρυλικούς εξωτικούς προορισμούς, τις εξωτικές ευτοπίες του φαντασιακού της Δύσης τα τελευταία 150 χρόνια – έτσι όπως μυθοποιήθηκαν από την λογοτεχνία και την ζωγραφική. Πρώτη και καλύτερη, ελέω Πολ Γκογκέν, η Ταϊτή και γενικότερα η Πολυνησία. Από πολύ κοντά, η μυθική Μέση Ανατολή του Πιερ Λοτί αλλά και του Λόρενς της Αραβίας (κεντρική πόλη σε τούτο το χαρμάνι της ανατολικής νοσταλγίας υπήρξε μάλλον η Δαμασκός). Επίσης μυθικός τόπος, αλλόκοτα εξωτικός και στα σίγουρα μαγικό σταυροδρόμι η Αλεξάνδρεια του Κ. Π. Καβάφη, του Ε. Μ. Φόστερ αλλά και του Λόρενς Ντάρελ. Παραπλήσια θρυλικός τόπος είναι και η Ταγγέρη του θρύλου: το όραμα του Ντελακρουά και του Ματίς, η πόλη του Πολ Μπόουλς. Τέλος εξωτικός προορισμός, περισσότερο μυθοποιητικός παρά γεωγραφικός, είναι η Φαραωνική Αίγυπτος: η Αϊντα του Βέρντι αλλά και οι πολυάριθμες ταινίες με την Κατάρα της μούμιας το επιβεβαιώνουν. Και φυσικά σε όλους αυτούς τους προορισμούς πρέπει να προστεθεί η Υποσαχάρια Αφρική, ο τόπος που μάγεψε τον ενήλικο Ρεμπό αλλά και τον Έρνεστ Χεμινγουέι. Τέλος μια ξεχωριστή κατηγορία της εξωτικής αναζήτησης αποτελεί, βέβαια, και η Άπω Ανατολή, με τους μυστηριακούς θρύλους της, τις αινιγματικές γυναίκες της και τις παραδόσεις της που ύμνησε, ανάμεσα σε άλλους, και ο Λευκάδιος Χέρν. Λιμάνια όπως η Καντόνα, η Σαγκάη, η Σιγκαπούρη και το Χονκ Κογκ γίναν τα σύμβολα αυτού του μυθικού κόσμου – ο οποίος άλλωστε αποτελεί το σκηνικό και των δύο σημαντικότερων οπερών του Τζιακομο Πουτσίνι, της Μαντάμ Μπατερφλάι και της Τουραντό...
Συμπερασματικά, λοιπόν, βλέπουμε ότι οι κεντρικοί (διανοητικοί) προορισμοί του εξωτισμού ήταν δύο: Ο πρώτος αφορούσε την Αφρική – η οποία με την σειρά της διαχωριζόταν στην Αραβική Βόρεια Αφρική και Μέση Ανατολή του Οριενταλισμού, της ερήμου και των Βεδουίνων και στην Υποσαχάρια Αφρική των διαμαντιών, των λιονταριών, της τροπικής ζούγκλας και της τυχοδιωκτικής αναζήτησης. Ο δεύτερος εξωτικός προορισμός υπήρξε ο Ειρηνικός Ωκεανός και η Άπω Ανατολή και οι θάλασσές της, οι μυστηριακές θάλασσες της Νότιας Κίνας, τα μυστικά της κινεζικής ενδοχώρας, οι πολιτισμικές αξίες της Ιαπωνίας, τα νησιά του Ειρηνικού...
Ωστόσο ένας έντονος εξωτισμός, διανθισμένος με παραμυθικά στοιχεία, αποτελεί και το λογοτεχνικό κίνημα του μαγικού ρεαλισμού που έφερε τις τέσσερις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα την Λατινική Αμερική στο επίκεντρο των λογοτεχνικών συζητήσεων της Δύσης. Μια σειρά συγγραφέων όπως ο Χόρχε Αμάντο, ο Χούλιο Κορτάσαρ, ο Μάριο Βάργκας Γιόσα και φυσικά ο εμβληματικότερος όλων ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες έγραψαν πραγματικά αριστουργήματα μεταγράφοντας εμπειρίες της περιφέρειας σε μια μητροπολιτική γλώσσα (την ισπανική). Αποτέλεσμα: τα Εκατό Χρόνια Μοναξιάς, η μοναδική σάγκα αφήγηση του Μάρκες, εμποτισμένη με την μελαγχολία του Χέμινγουεϊ και τον πριμιτιβισμό του Γκογκέν ουσιαστικά σημάδεψαν τους περισσότερους αναγνώστες της Δύσης που σήμερα είναι κάτω από 50 χρονών και θεωρείται το σημαντικότερο μυθιστόρημα παγκοσμίως για το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα...
Κι αν κανείς θελήσει να προσδιορίσει τους όρους του εξωτισμού στις κινηματογραφικές ταινίες των τελευταίων δεκαετιών αναμφίβολα θα σταθεί σε δύο ταινίες του Βέρνερ Χέρτζοκ (οι οποίες αμφότερες σημαδεύτηκαν από την εκπληκτική ερμηνεία του Κλάους Κίνσκι): το Αγγίρε ή η μάστιγα του Θεού και το αριστουργηματικό Φισγκαράλντο φέρνουν στο κέντρο του εξωτικού κόσμου (στην καρδιά της ζούγκλας του Αμαζονίου) την ανθρώπινη τραγωδία της Δύσης που θεωρεί τα πάντα κατορθωτά είτε με την δύναμη τον όπλων (Αγγίρε) είτε με την ανθρώπινη διανοητική υπεροχή (Φισγκαράλντο). Σε ένα μυστηριακό ποτάμι (το οποίο ομολογημένα συμβολίζει και την οδυσσειακή περιπλάνηση κινείται και το σημαντικότερο για πολλούς κινηματογραφικό έργο των τελευταίων δεκαετιών: η θρυλική Αποκάλυψη Τώρα του Φράνσις Φορντ Κόπολα (η οποία αποτελεί μια ελεύθερη διασκευή του μυθιστορήματος του Τζότζεφ Κόνραντ Η καρδιά του σκοταδιού) παρουσιάζει το πώς το περιβάλλον προσδιορίζει κα τα ανθρώπινα όρια. Ο Συνταγματάρχης Κερτζ (ρόλο που παίζει μοναδικά ο Μάρλον Μπράντο) έχει αποδεχτεί για τον εαυτό του τον ρόλο του υπερανθρώπου που βρίσκεται πέρα από το καλό και το κακό και έχει διαμορφώσει γύρω του μια εφιαλτική επικράτεια στην οποία τα πάντα είναι σύμφωνα με την δική του ερμηνεία του κόσμου. Στην περίπτωση της Αποκάλυψης Τώρα το εξωτικό περιβάλλον μετατρέπεται σταδιακά σε μια δυτική κόλαση η οποία βρίσκεται μετά το τέλος της ιστορίας. Τέλος ειδική μνεία πρέπει να γίνει και για το εξαιρετικό Τσάι στη Σαχάρα του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι (που βασίστηκε στο μυθιστόρημα Ο προστατευτικός ουρανός του Πολ Μπόουλς, ενός συγγραφέα που αφιέρωσε ολόκληρο το έργο του στην μυστηριακή γοητεία της Ταγγέρης και της ερήμου). Στην ταινία αυτή ο Μπερτολούτσι καταφέρνει να συνδέσει την τραγική μοίρα τριών ανθρώπων που δεν μπορούν να κυριαρχήσουν στα αισθήματά τους και εγκαταλείπονται στην μυστηριακή ροή της ερήμου...
Σε μια τέτοια περιδιάβαση για τον εξωτισμό, απαραίτηση είναι η αναφορά και σε τρεις Έλληνες λογοτέχνες (δυο ποιητές και ένας μυθιστορηματογράφος) που ήταν περίπου σύγχρονοι (ο κύριος όγκος του έργου τους ολοκληρώνεται μέχρι την δεκαετία του 1950). Ο Νίκος Καββαδίας, ο Κώστας Ουράνης και ο Μ. Καραγάτσης προφανώς και μετέγραψαν στο έργο τους τα δυτικοευρωπαϊκά πρότυπά τους – ωστόσο και οι τρεις πέτυχαν να εκφράσουν την εξωτική τους αναζήτηση με μια γνήσια ελληνική ματιά και οπτική.
Στην νεοελληνική λογοτεχνία υπήρξε ένας ποιητής που αναμφίβολα συνδέθηκε όσο κανένας άλλος με την μυστηριακή γοητεία των εξωτικών προορισμών. Ο ποιητής Νίκος Καββαδίας (1910-1975) στάθηκε ένα σύμβολο για την νεότερη ελληνική λογοτεχνία καθώς το εξαιρετικά μικρό σε έκταση έργο του βρίσκεται εδώ και δεκαετίες στα στόματα όλων μας είτε ως ποιήματα, είτε ως στίχοι για τραγούδια που μελοποίησε με εξαιρετική επιτυχία ο Θάνος Μικρούτσικος στον Σταυρό του Νότου (καθώς και άλλοι συνθέτες). Ο Καββαδίας (που εργάστηκε για σαράντα πέντε χρόνια στη θάλασσα ως ασυρματιστής σε πλοίο, τόσο στις τρεις ποιητικές συλλογές του (Μαραμπού, Πούσι, Τραβέρσο) όσο και στο πεζογράφημα Βάρδια (αλλά και στο μικρότερο αφήγημα Λη) δείχνει να στοιχειώνεται κυριολεκτικά από την θαμπή ονειρική ατμόσφαιρα των μακρινών τόπων και να μετέχει σε αυτήν με τίμημα κάθε συναισθηματική γαλήνη. Αυτή ακριβώς είναι και το ανεπανάληπτο των ποιημάτων του: το γεγονός ό,τι καταφέρνει να εμπλέξει συναισθηματικά τον αναγνώστη του με την ίδιο τρόπο που εμπλέκει και τον εαυτό του, αναμειγνύοντας την νοσταλγία του χαμένου περαλθόντος με την άγρια επιθυμία για το παρόν. Με τον τρόπο αυτό νιώθουμε πως το ποίημα με τα μακρινά τοπωνύμια και τις άγνωστες λέξεις εκφράζει την δική μας περιπέτεια: Κούλικο στο στήθος σου τατού / που όσο κι αν το καις δεν λέει να σβύσει / είπαν πως την είχες αγαπήσει / σε μια κρίση μαύρου πυρετού.
Άμεσος πρόγονος του Νίκου Καββαδία υπήρξε ο Κώστας Ουράνης (1890-1953), κατά πάσα βεβαιότητα ο γνησιότερος εν Ελλάδι εκπρόσωπος του spleen, αλλά και ο σημαντικότερος Έλληνας ταξιδιωτικός συγγραφέας. Ξεκινώντας από εντελώς διαφορετικές αφετηρίες από τον Καββαδία (αριστοκρατική καταγωγή, μεγάλη παιδεία, εύθραυστη υγεία που επαπειλούνταν από κρίσεις φυματίωσης) ο Ουράνης στάθηκε ένας βαθύτατα «σπληνικός» ποιητής που νοηματοδότησε το ποιητικό του έργο με την μποντλερική μελαγχολία. Το γνωστότερο ποίημά του «Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινοπώρου δείλι» εκφράζει αυτό ακριβώς το συναίσθημα. Μα και πέρα από τα ποιήματά του είναι ενδεικτικός ο τρόπος με τον οποίο ο Ουράνης είδε την Ισπανία και την Ιταλία στα ταξιδιωτικά του κείμενα: για παράδειγμα, κανείς άλλος δεν πέτυχε να περιγράψει με τόσο παλλόμενη καρδιά τον μύθο της Αλάμπρα ως έναν οριστικά χαμένο παραδείσο...
Μια ξεχωριστή μνεία πρέπει να γίνει και για τον Έλληνα πεζογράφο που διαιστάνθηκε όσα κανένας άλλος σύγχρονός του μυθιστορηματογράφος τους κώδικες του εξωτισμού: είναι ο Μ. Καραγάτσης (φιλολογικό ψευδώνυμο του Δημήτρη Ροδόπουλου, 1908-1960). Μετά από τρία αριστουργηματικά μυθιστορήματα (Ο συνταγματάρχης Λιάπκιν, Η μεγάλη χίμαιρα, Γιούγκερμαν) όπου περιγράφονται ο εγκλιματισμός τριών εμιγκρέδων (δύο Ρώσων και μιας Γαλλίδας) κάτω από το Απολλώνειο ελληνικό φως, ο Καραγάτσης αφιέρωσε τουλάχιστον δύο βιβλία του για να καταγράψει αυτό που αποτελεί τον πυρήνα του εξωτισμού: την άγρια ανθρώπινη λαχτάρα να κατακτήσει το άγνωστο ουσιαστικά καταστρέφοντας τον εαυτό του. Στο υπέροχο Αμρί α μούγκου (Στο χέρι του Θεού) ο Καραγάτσης περιγράφει ένα τραγικό ιψενικό τρίγωνο στον άγριο ήλιο της Αφρικής: οι ήρωες του πασχίζουν να ελέγξουν την μοίρα τους και γίνονται παιχνίδια στα χέρια των μούγκου, των μαύρων θεών της Τανζανίας. Στο παραγνωρισμένο Χαμένο νησί (το οποίο μπορεί να χαρακτηριστεί και εκτενής νουβέλα) ένας Κεφαλλονίτης καπετάνιος ναυαγεί σε ένα κινούμενο νησί, την Τήλο, που ταξιδεύει μέχρι το τέλος του κόσμου – μα ουσιαστικά ταξιδεύει στον άλλο κόσμο...


Ο εξωτισμός είναι πλέον η έθνικ κουλτούρα του New Age όπου τα πάντα αναμειγνύονται και επαναπροσιορίζονται με νέους όρους. Η έθνικ μουσική (άλλοτε στην ποιοτική και άλλοτε στην φτηνή εκδοχή της), η μόδα, το ντιζάιν, η γλυπτική και η ζωγραφική έχουν έκδηλα σε πολλές από τις σημερινές εκφάνσεις τους την οπτική του εξωτισμού. Γιατί αυτό είναι ο εξωτισμός: όχι τόσο επί μέρους στοιχεία αλλά μια ολόκληρη οπτική: εξωτισμός μπορεί να είναι το ναΐφ, ο πριμιτιβισμός, ο μετεξπρεσιονισμός, και ο νατουραλισμός και το κίνημα των spleen. Εξωτισμός μπορεί να είναι τα ποιήματα του Πόε και του Μποντλέρ αλλά εξωτισμός μπορεί να είναι τα αφηγήματα του Κούτσι και του Νάιπουλ. Εξωτισμός μπορεί να είναι και ο Ρόγιαρντ Κίπλινγκ και ο Ανατόλ Φραντς, και ο Πιερ Λοτί και ο Λόρενς Ντάρελ, και ο Τζότζεφ Κόνραντ και ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ, και ο Πολ Μπόουλς και ο Γκαρσία Μάρκες. Εξωτισμός διαφόρων τάσεων και αποχρώσεων είναι η Μαντάμ Μπατερφλάι και η Τουραντό (και η Κάρμεν του Μπιζέ και η Αρπαγή από το Σεράι του Μότσαρτ) αλλά και η ρέγγε του Μπομπ Μάρλεϊ, η μουσική της Τσεζάρια Εβόρα, τα αφρικανικά τύμπανα αλλά και τα βαλκανικά πνευστά, το τσιφτετέλι και η λαμπάντα. Εξωτισμός είναι ο Ντελακρουά της περιόδου της Ταγγέρης αλλά και ολόκληρος ο οριενταλισμός, εξωτισμός είναι ο Γκογκέν και ο Ματίς αλλά εξωτισμός είναι και ο Ρουσώ ο Τελώνης καθώς και οι δράκοι και τα ιδεογράματα που χτυπάνε ως τατουάζ πάνω στα σώματά τους οι νέοι της Δύσης. Εξωτισμός είναι βέβαια ο Κλέφτης της Βαγδάτης με τον Ντάγκλας Φέρμπανγκς ή ο Γιος του Σεϊχη με τον Ροδόλφο Βαλεντίνο αλλά εξωτισμός είναι και ο Χέρτζοκ και ο Κόπολα και ο Μπερτολούτσι.
Μέσα από αυτήν την περιδιάβαση που ξεκινάει από τον λόρδο Βύρωνα και τον Ευγένιο Ντελακρουά και φτάνει μέχρι τους Χίπις, την άνθιση της έθνικ μουσικής, την έκρηξη του τατουάζ και το New Age, ο αναγνώστης διαπιστώνει με σιγουριά ότι ο εξωτισμός (παρά τον κραυγαλέα παρακμιακό του χαρακτήρα) είναι ένα πολλαπλά μετεξελισσόμενο καλλιτεχνικό ρεύμα σε παγκόσμιο επίπεδο τα τελευταία διακόσια χρόνια. Από την συγκριτική μελέτη των έργων που προαναφέραμε, εύκολα καταλαβαίνουμε πως το ρεύμα αυτό παρέμεινε ζωντανό, επιδεικνύοντας εξαιρετική αντοχή επειδή χαρακτηρίστηκε από μια τρομακτική ευκολία αφομοίωσής του από κάθε καλλιτεχνική πρωτοπορία. Η ερμηνεία αυτού του φαινομένου είναι πιθανό να προσδιορίσει το κυριότερο χαρακτηριστικό αυτού του ασαφούς αλλά τόσο ισχυρού ρεύματος: ο εξωτισμός δεν είναι ένα πραγματικό ή έστω νοερό ταξίδι σε μακρινους τόπους ή σε μυθοποιημένες χρονικές στιγμές του παρελθόντος. Ο εξωτισμός δεν αυτοπαγιδεύτηκε μέσα σε μια συγκεκριμένη σχολή, που εκφραζόταν με συγκεκριμένες αρχές και απαράβατους λειτουργικούς κανόνες αλλά παρέμεινε ένας ορίζοντας προσδοκίας που μπόλιασε όλες τις τέχνες στους πολυκύμαντους δύο τελευταίους αιώνες. Ουσιαστικά αυτό είναι ο εξωτισμός: ένα ταξίδι μέσα στην ίδια μας την ψυχή, στις ανομολόγητες επιθυμίες της, στις ευτοπικές της ανάγκες στον ορίζοντα των προσδοκιών μας. Γι’ αυτό τα καλλιτεχνικά του αποτυπώματα μας συγκινούν και θα μας συγκινούν – μας συντρόφεψαν και θα μας συντροφεύουν στις σκέψεις μας, στις επιθυμίες μας, στα όνειρά μας...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου